Σε μια Ελλάδα, η οποία θάβει το 81% των αστικών στερεών αποβλήτων
της, σύμφωνα με τα ωραιοποιημένα στοιχεία της διοίκησης, ήταν ζήτημα
χρόνου να ξεσπάσουν περιστατικά οξείας κρίσης διαχείρισης απορριμμάτων,
σε πολλές περιοχές (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Ανατολική Μακεδονία ,
Θράκη, σε πολλά νησιά κλπ.).
Σε πολλές από αυτές τις περιοχές η διάθεση τους είναι ανεξέλεγκτη,
αφού δεν υπάρχουν ασφαλείς και αδειοδοτημένοι χώροι υγειονομικής ταφής
αποβλήτων ή υπολειμμάτων (ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ). Και εκεί όπου υπάρχουν οι χώροι
ταφής, ο ένας μετά τον άλλο γεμίζουν. Και η δημιουργία νέων δεν είναι
τόσο εύκολη υπόθεση, αφού κανείς δεν τους θέλει κοντά του.
Η κατάσταση αυτή έχει πυροδοτήσει σειρά διεργασιών και αντιδράσεων.
Το πως φτάσαμε ως εδώ έχει την εξήγησή του. Το ίδιο και οι αντιδράσεις
των τοπικών κοινωνιών σε νέους χώρους ταφής, ακόμη και ενάντια σε ήπιες
δραστηριότητες διαχείρισης, όπως η ανακύκλωση.
Όμως, αυτό που, τώρα, προέχει δεν είναι οι θεωρητικές αναλύσεις, αλλά
οι συγκεκριμένες πολιτικές, που, αφενός, θα αποτρέψουν μια
προδιαγεγραμμένη έκρηξη και, αφετέρου, θα δρομολογήσουν ένα νέο μοντέλο
διαχείρισης, με προοπτική και σε όφελος της κοινωνίας.